ποδοπατώ — ποδοπατάω / ποδοπατώ, ποδοπάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ποδοπατώ — ποδοπάτησα, ποδοπατήθηκα, ποδοπατημένος, πατώ κάποιον με τα πόδια, αλλ. τσαλαπατώ: Το πλήθος όρμησε έξω από την αίθουσα, και στις σκάλες ποδοπάτησε πολλούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek
καταβατεύω — (Α) πατώ κάτι, περπατώ πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βατεύω με πιθ. σημ. «ποδοπατώ»] … Dictionary of Greek
καταπατώ — (AM καταπατῶ, έω) 1. πατώ ισχυρά με τα πόδια, ποδοπατώ (α. «τα άλογα αφηνίασαν και καταπάτησαν πολλά άτομα» β. «ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καἰ κατεπάτουν», Θουκ.) 2. αθετώ, παραβαίνω, περιφρονώ (α. «μην καταπατήσεις τον όρκο σου» β. «καταπατήσας τοὺς… … Dictionary of Greek
κολετρώ — κολετρῶ, άω (Α) ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *κόλετρον ή *κολέτρα, που θα δήλωναν κάποιο όργανο. Η λ. κολετρῶ συνδέεται πιθ. με τα κόλος «βραχύς, κοντός» και κολάπτω] … Dictionary of Greek
λακπατώ — λακπατῶ, έω (Α) ποδοπατώ, τσαλαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάξ «με το πόδι» + πατῶ] … Dictionary of Greek
λακτοκοπίζω — και λακτοκοπώ (Μ) ποδοπατώ ή κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λακτοκοπώ < θ. λακτ τού λάξ (πρβλ. λακτίζω) + κοπῶ < κόπος < κόπτω (πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ). Ο τ. λακτοκοπίζω είναι υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ λακτοκόπησα τού… … Dictionary of Greek
λακτοπατώ — και λαχτοπατώ (Μ λακτοπατῶ, άω) 1. κλοτσοπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ 2. μτφ. εξευτελίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακπατῶ με επίδραση τού ρ. λακτίζω] … Dictionary of Greek